διαταγή

διαταγή
Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με συνοπτική διαδικασία, χωρίς πρόσκληση του αντιδίκου. O τελευταίος μπορεί να υποβάλει αίτηση ανακοπής και αν υπάρχουν ενστάσεις που δεν έχουν εκκαθαριστεί, οδηγούνται στην τακτική διαδικασία. O Κώδικας Ποινικής Δικονομίας προβλέπει λεπτομερειακά τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την έκδοση, την επίδοση και την ανακοπή της δ. πληρωμής. προσωρινή δ. (Νομ.). Το άρθρο 691 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει πως το δικαστήριο έχει το δικαίωμα, μόλις κατατεθεί μία αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και ωσότου εκδοθεί η απόφασή του, να εκδώσει και αυτεπαγγέλτως προσωρινή δ. σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν αμέσως έως την έκδοση της απόφασής του, για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης. Η απόφαση που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα πρέπει να ορίζει το ασφαλιστικό μέτρο, καθώς και το δικαίωμα στην εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου αποβλέπει ή την κατάσταση την οποία ρυθμίζει.
* * *
η (AM διαταγή) [διατάσσω]
εντολή, προσταγή, επιταγή
νεοελλ.
1. έγγραφο όπου καταγράφεται η διαταγή
2. βιβλίο όπου καταγράφονται οι διαταγές
3. φρ. «είμαι στις διαταγές σου» — είμαι πρόθυμος να εκτελέσω τις εντολές σου
4. συμβουλή, νουθεσία
5. συμπεριφορά
αρχ.
1. τακτοποίηση με διαθήκη
2. διευθέτηση
3. ιατρική συνταγή
4. εντολή για πληρωμή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαταγή — command fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγή — η 1. δεσμευτική επιταγή, εντολή από ανώτερη του λήπτη αρχή, γραπτή ή προφορική: Μην παραπονιέσαι σε μένα, γιατί εκτελώ απλά διαταγή του διευθυντή. 2. το έγγραφο της εντολής: Το επιτελικό γραφείο έστειλε σήμερα δυο καινούριες διαταγές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαταγῇ — διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγῆι — διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγαῖς — διαταγή command fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγαί — διαταγή command fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγῆς — διαταγή command fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγήν — διαταγή command fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγῶν — διαταγή command fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”